- ιδέα
- η1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας.2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας.3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης.4. γνώμη που έχουμε για κάτι: Έχεις εσφαλμένη ιδέα για τη ζωή αυτού του λαού.5. ατελής γνώση: Έχω κάποια ιδέα για την ατομική ενέργεια.6. φρ., «Δεν έχω ιδέα», δεν ξέρω.7. εντύπωση: Βασανίζομαι από έμμονες ιδέες.8. επινόηση, εύρημα: Όλο ιδέες είσαι. – Το μυαλό του κατεβάζει ιδέες.9. ίχνος, μικρή ποσότητα, λίγο: Μια ιδέα αίμα. – Το παντελόνι θέλει μια ιδέα κόντεμα.10. νόημα: Κεντρική ιδέα του ποιήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.